- αυθεντεύω
- (Μ αὐθεντεύω) [αυθέντης]1. είμαι αφέντης2. εξουσιάζω, κυβερνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek